- βοτανώδης
- βοτᾰνώδης, ες,A herbaceous, Ath.2.62d: [comp] Comp., Dsc.4.173.2 rich in herbs, GP.2.46.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοτανώδης — herbaceous masc/fem acc pl (attic epic doric) βοτανώδης herbaceous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βοτανώδης herbaceous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανώδης — βοτανώδης, ες (AM) [βοτάνη] μσν. (για τόπο) πλούσιος σε βότανα αρχ. όμοιος με χόρτο … Dictionary of Greek
βοτανώδει — βοτανώδης herbaceous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βοτανώδης herbaceous masc/fem/neut dat sg βοτανώδεϊ , βοτανώδης herbaceous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανώδη — βοτανώδης herbaceous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βοτανώδης herbaceous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βοτανώδης herbaceous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανῶδες — βοτανώδης herbaceous masc/fem voc sg βοτανώδης herbaceous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανώδεις — βοτανώδης herbaceous masc/fem acc pl βοτανώδης herbaceous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανώδεσι — βοτανώδης herbaceous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανώδους — βοτανώδης herbaceous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανωδεστέρα — βοτανωδεστέρᾱ , βοτανώδης herbaceous fem nom/voc/acc comp dual βοτανωδεστέρᾱ , βοτανώδης herbaceous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… … Dictionary of Greek